τέρθρο

τέρθρο
το / τέρθρον, ΝΑ
ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού
αρχ.
1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.)
2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος
3. (για ασθένεια) κρίση
4. (για βουνό) η κορυφή
5. (κατά τον Ησύχ.) α) «στέγη οικίας»
β) «τὸ ἄκρον τοῡ κέρως»
6. (κατά τον Πολυδ.) «τὸ τῶν παρωτίδων μέχρι κλειδῶν μέρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο), με επίθημα -θρον (πρβλ. βάρ-θρον). Η λ. με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής» (για τη σημ. τής λ. βλ. και λ. τέρμα) χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός όρος τής ναυτικής ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τέρθριος — α, ο / τέρθριος, ία, ο, ΝΑ [τέρθρον] νεοελλ. ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα τού πικιού β. «τέρθριο σύσπαστο» η τσούντα) αρχ. 1. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”